- πηρίδιον
- πηρίδιον [ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;A
π. γνωρισμάτων Men.Epit.114
, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. γνωρισμάτων Men.Epit.114
, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρίδιον — τὸ, Α [πήρα] μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
πηριδίου — πηρίδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηριδίῳ — πηρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδιο — το, Ν (μυκητ.) το εξωτερικό τοίχωμα ενός καρποφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peridium (< πηρίδιον < πῆρα «θύλακος»)] … Dictionary of Greek